Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011


 Ενα κείμενο που μου΄ χει δώσει ένας φίλος άπο το "Καιρό" της Ελευθεροτυπίας.


«Αγαπημένη μου Δουλτσινέα,

ΣΑΒΒΑΤΟ 30 σου γράφω με την ανυπομονησία που έχει ένας μετανάστης κι ένας εξόριστος όταν πρόκειται να επιστρέψει στη γη του. Μόνο που η δική μου γη δεν είναι γη. Είναι η θάλασσα.
Σου γράφω καθώς ετοιμάζομαι για το καλοκαιρινό μου ταξίδι, που θα μας χωρίσει προσωρινά, όπως πάντα, για ένα μήνα, αλλά που δεν είναι ικανό να μας χωρίσει. Γιατί μας ενώνει αυτή που μας χωρίζει. Η κοινή μας αγάπη για τη θάλασσα.Τα κύματα που βρέχουν εσένα θα βρέχουν κι εμένα μετά το ταξίδι τους πάνω στην υγρή πηγή της ζωής.
Και θα μου φέρνουν μαζί τη μυρωδιά του αλατιού που γεμίζει το σώμα σου και του ιωδίου που στριφογυρίζει πλεγμένο κι αυτό στα μαλλιά σου.
Μαζί, θα μου φέρνουν το μόνιμο, σαν αγκάθι στο στήθος, ερώτημα: Γιατί οι ζωές μας δεν είναι αυτό που στ' αλήθεια επιθυμούμε; Γιατί οι σπάνιες μέρες, οι δυσεύρετες και πολύτιμες και θνητές, είναι χάντρες από ένα κομποσκοίνι διαρκών συμβιβασμών;
Γιατί δεν είμαστε αυτό που μέσα μας θέλει να ζήσει, αλλά ζούμε αυτό το ασύμφορο, ακριβοπληρωμένο παζάρι των πραγμάτων που μας δένουν σφιχτά σ' έναν κόμπο, ίδιο κινούμενη άμμο; Οσο κινείσαι μέσα του τόσο σφίγγει, σε δένει, σε κάνει δικό του. Και το πιο τραγικό: Τόσο νομίζεις ότι είσαι δικός του.


ΚΥΡΙΑΚΗ 31 Είναι ο θάνατος, καλή μου, που τα κάνει όλα να ξεπουλιώνται όσο όσο σ' αυτό το παζάρι. Και στ' αλήθεια δεν είναι ο θάνατος ο ίδιος, ο κακομοίρης. Είναι ο φόβος του.Είναι ο φόβος του που γεννά τις θρησκείες και τις προλήψεις· τους συμβιβασμούς και τις νευρώσεις· τις αρπαγές και την υποταγή.Είναι ο φόβος, γλυκιά μου, που μας κρατά χρόνια χώρια. Οχι μόνο εμάς, αλλά όλους. Χώρια απ' αυτά που μέσα μας είμαστε. Ολα αυτά που φωνάζουν χωρίς να ακούγονται. Χτυπούν χωρίς να πληγώνουν. Ακουμπούν χωρίς να αγγίζουν.


ΔΕΥΤΕΡΑ 1 Αλλά, κοίταξε εδώ. Ενας άλλος δρόμος απλώνεται δίπλα.
Είναι ο θάνατος, καλή μου, που τα κάνει όλα να αγκαλιάζονται από έρωτα. Είναι αυτός που ηχεί στις χορδές των γλυκών μας οργάνων. Είναι αυτός που γεννάει τη χαρά και το δέος για τον κόσμο που ζούμε. Είναι αυτός πίσω απ' όλους τους Ρέμπραντ και όλους τους Σίλερ. Πίσω από κάθε γιατρειά κι από κάθε καρδιά ελεήμονα.Και στ' αλήθεια δεν είναι ο θάνατος ο ίδιος, ο κακομοίρης. Είναι η γνώση του. Είναι η γνώση ότι θα έρθει.Θα συμβεί χωρίς φόβο.
Αλλά σαν αεράκι δροσιάς, που έρχεται, έτσι, και πάει.Είναι η γνώση, αγάπη μου, αυτό που γεννά. Είναι η γνώση που γεμίζει στοργή των γιαγιάδων τα χέρια. Είναι η γνώση, που σπρώχνει αυτό που είσαι να ζήσει. Γιατί δεν θα ξανάρθει. Να δημιουργήσει. Γιατί δεν θα ξανάρθει. Να ευτυχήσει. Γιατί δεν θα ξανάρθει.
Ομως, εμείς, αγάπη μου, έχουμε πόλεμο με το θάνατο. Οχι πόλεμο εξωτερικό σαν αυτόν που δίνουν στα εργαστήρια οι επιστήμονες για να τον καθυστερήσουν. Ούτε σαν αυτόν που δίνουν τα είδη ζευγαρώνοντας για να τον υπερφαλαγγίσουν. Ούτε σαν αυτόν που δίνουν οι φυλές για να τον εξευμενίσουν.Εμείς κάνουμε πόλεμο για να μην υπάρχει.
Για να μην τον βλέπουμε. Για να μην τον ξέρουμε. Για να μη μας έρθει. Εμείς, πιο πρωτόγονοι από τους πρωτόγονους, θυσιάζουμε τη ζωή απ' το φόβο του. Επειδή, όποιος ξέρει ότι θα πεθάνει, ζει. Κι όποιος φοβάται μην πεθάνει φοβάται να ζήσει. Επειδή η ζωή δεν θα είχε ομορφιά αν δεν ήταν εφήμερη. Δεν θα είχε αξία αν δεν ήταν πεπερασμένη. Δεν θα είχε ενδιαφέρον αν δεν ήταν θνητή.


ΤΡΙΤΗ 2 Αλλά εμείς ζούμε χώρια, γλυκιά μου, και χώρια απ' αυτό που μέσα μας είμαστε, επειδή η εντολή δεν είναι να ζήσουμε. Είναι να μην πεθάνουμε. Η εντολή δεν είναι τι να είμαστε. Είναι τι να μην είμαστε. Η εντολή δεν είναι να δώσουμε και να πάρουμε. Είναι να μη χάσουμε. Η εντολή δεν είναι από πηγή γενναίας ζωής. Είναι από πηγή δειλίας και φόβου.
Η εντολή είναι η θλιβερή εικόνα των παιδιών, που όταν ρωτιώνται δεν απαντάνε μ' αυτό που αισθάνονται και μ' αυτό που εκείνα νομίζουν. Απαντούν με τα λόγια που πρέπει να πουν· με τα λόγια που είναι σωστά να ειπωθούν.Και δεν ξέρουν ότι το πιο πολύτιμο που έχει να χάσει κανείς είναι ο πραγματικός εαυτός του.Αλλά πρέπει να κλείσει τα μάτια για να τον δει. Να σωπάσει για να τον ακούσει. Να αισθανθεί για να τον αγγίξει.
Και πώς να τα κάνει όλα αυτά όταν η κραυγή είναι απαγορευμένη. Η συντριβή απαγορευμένη. Η ερωτοτροπία απαγορευμένη. Η παρεκτροπή απαγορευμένη. Η γνώμη απαγορευμένη. Απ' το φόβο που κυριεύει αυτούς που ορίζουν τα πράγματα. Αυτούς που, τρεμάμενοι μήπως πεθάνουν, εφευρίσκουν ταμπού και θρησκείες. Τάξεις και κάστες. Νόμους και τιμωρίες. Ενοχές και εγκλήματα. Το χειρότερο: Ονομάζουν τα πράγματα. Τα βαφτίζουν.

ΤΕΤΑΡΤΗ 3 Εγώ, όμως, γλυκιά μου, ξέρω ότι αύριο το πρωί θα πεθάνω. Και δεν είναι στο χέρι μου να το αποτρέψω. Δεν θα το 'θελα, άλλωστε. Παρακαλώ απλώς τη μοίρα να μου στείλει έναν θάνατο απλό και όχι βασανιστικό. Κυρίως όχι βασανιστικό. Και ευχαριστώ τη σύμπτωση που έχω έρθει σ' αυτή τη μορφή της ζωής. Και την ευχαριστώ που είμαι αναλώσιμος και προσωρινός. Γιατί έτσι είμαι γεμάτος λαχτάρα να δω αυτόν τον υπέροχο κόσμο που ήρθα. Να δω, να μυρίσω, να γευτώ, να αισθανθώ και ν' αγγίξω όσα γίνεται πιο πολλά απ' αυτόν.
Ετσι θνητός κολυμπώ σε όσα αισθήματα βγαίνουν και μπαίνουν εντός μου. Και συλλογιέμαι με περίσσια χαρά, παραδομένος στους ψυχρούς συλλογισμούς και τις ανέξοδες ακροβασίες του νου, που δεν είναι άλλο από ένα παιδί που του αρέσει να παίζει. Με τον πιο σοβαρό μανδύα παίζει. Αλλά παίζει. Διαρκώς.


ΠΕΜΠΤΗ 4 Και κοιτώ σκεπτικός τα παιδιά, που μεγαλώνουν ερήμην, όπως όλοι ερήμην μεγαλώσαμε, και ελπίζω. Ελπίζω μια μέρα από μέσα τους να είναι ευγνώμονα στην τύχη, που τα 'φερε να δουν τον κόσμο ετούτο. Και ελπίζω, πριν απ' αυτό, να βρουν την έμπνευση να αλλάξουν τον δικό μας κόσμο στον κόσμο ετούτο. Για να κάνουν τον κόσμο ωραιότερο.
Ελπίζω μια μέρα τα παιδιά που πεινάνε και οι γέροι που πεινάνε και οι νέοι που πεινάνε για ανθρωπιά να δουν το θνητό του σαρκίου τους. Και να ζήσουν την αγωνία του χρόνου που φεύγει αμείλικτος. Του χρόνου που μας καλεί να τα κάνουμε όλα τώρα. Χωρίς επιπόλαια βιασύνη, αλλά τώρα.Γιατί αύριο οι πεινασμένοι θα έχουν πεθάνει. Οι αδικημένοι θα έχουν φυλακιστεί. Οι ανίκανοι θα έχουν πάλι κυβερνήσει. Οι τρελοί θα έχουν σκοτώσει. Οι ηλίθιοι θα έχουν αισχροκερδήσει. Και ο θάνατος θα έχει πάλι νικήσει τη ζωή. Οχι ο θάνατος ο κακομοίρης. Ο φόβος του. Και όχι τη ζωή. Τη γνώση θα έχει πάλι νικήσει.


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 5 Στα γράφω αυτά γιατί είσαι σ' αυτό που λέμε διακοπές, αλλά στ' αλήθεια είναι μια μικρή γεύση απ' τη μεγάλη ζωή.Αυτήν πoυ δεν ζούμε τον υπόλοιπο χρόνο. Και στα γράφω μήπως είναι καιρός ν' αρχίσουμε να ζούμε. Και όχι να αργοπεθαίνουμε.σε φιλώ, δούλος σου "